κοσμικότητα

κοσμικότητα
[-ης (-ητος)] η светскость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοσμικότητα" в других словарях:

  • κοσμικότητα — η η τάση και η ικανότητα για συναναστροφή, η κοινωνικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμικός. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κοσμικότητα — η η ιδιότητα του κοσμικού, κοινωνικότητα, συναναστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …   Dictionary of Greek

  • Μάκε, Αουγκούστ — (August Macke, Μέσεντε, Γερμανία 1887 – Περτ λε Ιρλίς, Γαλλία 1914). Γερμανός ζωγράφος. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες της ομάδας του Γαλάζιου Καβαλάρη και από τους θεμελιωτές του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Στο Βερολίνο είχε δάσκαλο τον Λόβις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»